- παραβάζω
- (αόρ. (ε)παράβαλα) μετ. положить слишком много, переложить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παραβάζω — και παραβάνω παράβαλα, παραβάλθηκα, παραβαλμένος, βάζω, τοποθετώ, εισάγω περισσότερο απ όσο πρέπει: Παράβαλες αλάτι στο φαγητό και δεν τρώγεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραβάζω — και παραβάνω βάζω κάτι σε μεγαλύτερη ποσότητα από όσο πρέπει ή συνηθίζεται ή από όσο είναι δυνατόν … Dictionary of Greek